Βλέπετε αὐτὴ τὴ κοινὴ γιὰ μᾶς ἑορτὴ καὶ εὐφροσύνη, τὴν ὁποία ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἐχάρισε μὲ τὴν ἀνάσταση καὶ ἀνάληψή του στοὺς πιστούς;
Εφευρετικός εἶναι γιὰ τὸ κακὸ ὁ νοερὸς προστάτης τῆς κακίας· ἱκανὸς ν’ ἀφαιρέσει εὐθὺς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὰ θεμέλια της ἀρετῆς ποὺ ἤδη κατατίθενται στὴν ψυχή, διὰ τῆς ἀνελπιστίας καὶ τῆς ἀπιστίας, ἀλλ’ ἐπίσης ἱκανὸς πάλι νὰ ἐπιτεθεῖ διὰ τῆς ἀδιαφορίας καὶ τῆς ραθυμίας ἐναντίον τῶν τοίχων τῆς οἰκίας τῆς ἀρετῆς, τὴν ὥρα ποὺ ἀνεγείρονται, ἀκόμη δὲ καὶ νὰ κρημνίση διὰ τῆς ὑπερηφανείας καὶ τῆς παραφροσύνης τὸν ὄροφο τῶν ἀγαθῶν ἔργων οἰκοδομημένον ἤδη.
«Θὰ γίνη κάποτε λιμός», εἶπε o προφήτης θρηνώντας τὴν Ἱερουσαλήμ, «ὄχι πείνα ἄρτου καὶ ὕδατος, ἀλλὰ πείνα γιὰ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου». Εἶναι δo ὁ λιμὸς στέρησις καὶ συγχρόνως ὄρεξις τῆς ἀναγκαίας τροφῆς. Ὑπάρχει ὅμως καὶ κάτι χειρότερο καὶ ἀθλιώτερο ἀπὸ αὐτὴν τὴν πείνα· ὅταν δηλαδὴ κάποιος, ἐνῶ στερεῖται τ’ ἀναγκαία γιὰ τὴν σωτηρία, δὲν ἔχει συναίσθησι τῆς συμφορᾶς, ἐπειδὴ δὲν ἔχει ὄρεξι γιὰ τὴ σωτηρία.