Ὁ λόγος αὐτός, ὅπως καὶ ὁ «Κατὰ Εἰδώλων», γράφτηκε περὶ τὰ ἔτη 317-319 μ.Χ. Σ’ αὐτὸν ἐξετάζεται τὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς σαρκώσεως τοῦ ἄσαρκου Λόγου τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Στὸ πρῶτο μέρος τοῦ λόγου ἀναλύεται ὁ διπλὸς σκοπὸς τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου:

Βλέπω ἕνα παράδοξο μυστήριο, δηλαδὴ ἀντὶ γιὰ τὸν ἥλιο βλέπω τὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης μὲ ἀπερίγραπτο τρόπο νὰ ἔχει χωρέσει στὴν Παρθένο. Μὴ ρωτᾶς πῶς ἔγινε αὐτό, «ἀφοῦ ὅπου θέλει ὁ Θεὸς ὑποχωρεῖ ἡ τάξη τῆς φύσης». Γιατί θέλησε ὁ Θεός, μπόρεσε, κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό, μᾶς ἔσωσε. Ὅλα ἂς συντρέχουν. Ὁ Θεὸς πού ὑπάρχει τώρα καὶ πού προϋπῆρχε, σήμερα γίνεται ὅπως δὲν ἦταν.

Στηριξτε την ενορια μας  και το κοινωνικο μας εργο .

 

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τον ιστότοπο μας. Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, δίνετε τη συγκατάθεσή σας για τη χρήση cookies. More details…