Κατὰ τὴν διήγηση τῶν Εὐαγγελιστῶν, ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστὸς πῆρε ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τὸν Πέτρο, τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν Ἰάκωβο καὶ ἀνέβηκε στὸ ὄρος Θαβὼρ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ.
Ὁ προφήτης Μιχαίας ἔζησε στὴν Ἱερουσαλὴμ τὸ 748 – 696 π.Χ., ἐπὶ τῶν βασιλέων Ἰωάθαμ, Ἄχαζ καὶ Ἐζεκίου. Ἀνῆκε στὴν φυλὴ τοῦ Ἰούδα καὶ γεννήθηκε στὴ Μορασθῆ, γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάσθηκε καὶ Μορασθίτης.
Ὅταν ᾖλθε ἡ στιγμὴ τοῦ τέλους τῆς ἐπίγειας ζωῆς τῆς Θεοτόκου, ἄγγελος Κυρίου τῆς τὸ μετέφερε τρεῖς ἡμέρες πρίν.
Γεννήθηκε στὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας καὶ σπούδασε τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη. Ἡ ἐπιστημονική του γνώση δὲν τὸν ἔκανε ὑπερήφανο, ἀλλὰ διατήρησε τὴν εὐσέβεια, στὴν ὁποία τὸν ἀνέθρεψαν οἱ γονεῖς του.
Ὁ Ἅγιος Μύρων μαρτύρησε ὅταν αὐτοκράτωρ ἦταν ὁ Δέκιος, τὸ 250 μ.Χ. Καταγόμενος ἀπὸ πλούσια οἰκογένεια, θὰ μποροῦσε νὰ ζήσει ἄνετα, μὲ ὅλα τὰ ἐπίγεια ἀγαθὰ ποὺ θὰ ἐπιθυμοῦσε.
Ἦταν δίδυμα ἀδέλφια καὶ ἦταν ἄρρηκτα ἑνωμένοι διὰ τῆς θερμῆς πίστεως καὶ ἀγάπης ποὺ εἶχαν πρὸς τὸ Χριστό.