Οἱ Ἅγιοι Λαυρέντιος ὁ ἀρχιδιάκονος, Ξυστὸς πάπας τῆς Ρώμης καὶ Ἰππόλυτος, μαρτύρησαν τὸ 53 μ.Χ.
Ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 3ου αἰῶνα μ.Χ., ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Διοκλητιανός. Γεννήθηκε στὴν Κατάνη τῆς Σικελίας, ὅπου ἦταν καὶ διάκονος τῆς ἐκεῖ Ἐκκλησίας.
Ὁ Φώτιος ἦταν ἀνεψιὸς τοῦ Ἀνικήτου. Κατάγονταν καὶ οἱ δυὸ ἀπὸ τὴ Νικομήδεια. Ὅταν ὁ Διοκλητιανὸς θέλησε νὰ κινήσει διωγμὸ κατὰ τῶν χριστιανῶν, μίλησε μπροστὰ στὴν Σύγκλητο μὲ τοὺς πιὸ ὑβριστικοὺς λόγους ἐναντίον τους.
Κατὰ τὴν διήγηση τῶν Εὐαγγελιστῶν, ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστὸς πῆρε ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τὸν Πέτρο, τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν Ἰάκωβο καὶ ἀνέβηκε στὸ ὄρος Θαβὼρ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ.
Ὁ προφήτης Μιχαίας ἔζησε στὴν Ἱερουσαλὴμ τὸ 748 – 696 π.Χ., ἐπὶ τῶν βασιλέων Ἰωάθαμ, Ἄχαζ καὶ Ἐζεκίου. Ἀνῆκε στὴν φυλὴ τοῦ Ἰούδα καὶ γεννήθηκε στὴ Μορασθῆ, γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάσθηκε καὶ Μορασθίτης.
Ὅταν ᾖλθε ἡ στιγμὴ τοῦ τέλους τῆς ἐπίγειας ζωῆς τῆς Θεοτόκου, ἄγγελος Κυρίου τῆς τὸ μετέφερε τρεῖς ἡμέρες πρίν.