
Ενορία Αγίου Νικολάου
Ἀπὸ τὰ δόγματα καὶ τὰς ἀληθείας ποὺ φυλάσσει ἡ Ἐκκλησία ἄλλα μὲν τὰ ἔχομεν πάρει ἀπὸ τὴν γραπτὴν διδασκαλίαν, ἄλλα δέ, ποὺ μυστικῶς ἔφθασαν μέχρις ἠμῶν ἐκ της παραδόσεως τῶν ἀποστόλων, τὰ ἐκάμαμεν δεκτά. Καὶ τὰ δύο στοιχεῖα, καὶ ἡ γραπτὴ καὶ ἡ ἄγραφος παράδοσις, ἔχουν τὴν αὐτὴν σημασίαν διὰ τὴν πίστιν. Και κανεὶς ἐξ ὅσων ἔχουν καὶ μικρὰ γνῶσιν τῶν ἐκκλησιαστικῶν θεσμῶν δὲν θὰ ἐγείρει ἀντίρρησιν ἐπ’ αὐτῶν.
Ἡ ψυχή σου ἐξομοιώνεται μὲ ὅσα κάνεις, παίρνει τὴ μορφὴ καὶ τὸ σχῆμα τῶν πράξεών σου. Ἡ ἐμφάνισή σου, τὸ ντύσιμο, τὸ βάδισμα καὶ ὁ τρόπος ποὺ κάθεσαι, ὅπως καὶ τὸ φαγητό σου, τὸ κρεβάτι, τὸ σπίτι καὶ τὰ ἔπιπλα τοῦ σπιτιοῦ, ὅλα νὰ εἶναι ἁπλά.
Τὸ θαυμάσιο τοῦτο κείμενο δὲ ξέρουμε ποιὸ χρόνο γράφηκε. Ἐκφωνήθηκε ὅμως στὴ μνήμη (9 Μαρτίου) τῶν 40 Μαρτύρων, ποὺ τὸ 320 θανατώθηκαν κατὰ τὸ διωγμὸ τοῦ Λικινίου. Τοὺς ἱεροὺς αὐτοὺς ἀθλητές, ἐπειδὴ γενναία ὁμολόγησαν πίστη στὸν Χριστό, τοὺς σύναξαν καὶ τοὺς ἔστησαν στὴν παγωμένη λίμνη στὸ κέντρο τῆς Σεβάστειας. Ὁ Μέγας Βασίλειος, χάρη στὶς ἄριστες ἰατρικὲς τοῦ γνώσεις, περιγράφει μὲ τρόπο ἐκπληκτικὸ τὶς διεργασίες ποὺ συντελοῦνται στὸν ἀνθρώπινο ὀργανισμὸ ἀπὸ τὸ ψύχος καὶ τὸ πάγωμα καὶ πῶς ἐπέρχεται ὁ θάνατος.
Τί νὰ σοῦ κάνω ἄνθρωπέ μου; Ἐνῶ ὁ Θεὸς κατοικοῦσε στὰ ὕψη, δὲν προσπάθησες νὰ τὸν συναντήσεις· ὅταν συγκατατέθηκε νὰ κατεβεῖ σὲ σένα καὶ μὲ σάρκα νὰ σοῦ ὁμιλεῖ, δὲν τὸν παραδέχτηκες, ἀλλά ψάχνεις νὰ βρεῖς τὸν τρόπο πῶς θὰ συμφιλιωθεῖς μὲ τὸν Θεό. Νὰ ξέρεις ὅτι γι’ αὐτόν τὸν λόγο ὁ Θεὸς ἔλαβε ἀνθρώπινη σάρκα, ἐπειδὴ ἔπρεπε αὐτή ἡ καταραμένη σάρκα νὰ ἁγιασθεῖ, αὐτή πού ἐξασθένησε νὰ ἐνδυναμωθεῖ, αὐτή πού ἀποξενώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ συμφιλιωθεῖ μ’ αὐτόν, αὐτή πού διώχτηκε ἀπὸ τὸν παράδεισο νὰ ἀνεβεῖ στὸν οὐρανό.
Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς παραβολῆς τῶν ταλάντων (Ματθ. κε’ 14-30)
14 Ὥσπερ γὰρ ἄνθρωπος ἀποδημῶν ἐκάλεσε τοὺς ἰδίους δούλους καὶ παρέδωκεν αὐτοῖς τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ, 15 καὶ ᾧ μὲν ἔδωκε πέντε τάλαντα, ᾧ δὲ δύο, ᾧ δὲ ἕν, ἑκάστῳ κατὰ τὴν ἰδίαν δύναμιν, καὶ ἀπεδήμησεν εὐθέως. 16 πορευθεὶς δὲ ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν εἰργάσατο ἐν αὐτοῖς καὶ ἐποίησεν ἄλλα πέντε τάλαντα· 17 ὡσαύτως καὶ ὁ τὰ δύο ἐκέρδησε καὶ αὐτὸς ἄλλα δύο.
Ὅταν λοιπὸν τελείωσε τὸ περιστατικὸ μὲ τὴν κατάπαυση τῆς τρικυμίας, ἔρχεται ἄλλο θαῦμα φοβερότερο ἀκόμα. Οἱ δαιμονισμένοι δηλαδὴ σὰν πονηροὶ δραπέτες ποὺ εἶδαν τὸν κύριό τους, ἔλεγαν: «τί ἡμῖν καὶ σοί,Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς;
Κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον:
Η’ 41 – 56.
Τῷ καιρῶ ἐκείνω, ἦλθεν πρὸς τὸν Ἰησοῦν ἀνὴρ ὢ ὄνομα Ἰάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε, καὶ πεσῶν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἣν αὐτῶ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν.
(Κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, κεφ. ιστ΄, χωρία 19 ἕως 31)
Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὶς ὁμιλίες α΄ ἕως καὶ ζ΄ «Εἰς τὸν πτωχὸν Λάζαρον καὶ τὸν πλούσιόν» του ἁγίου Ἰωάννου, Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Χρυσοστόμου, σχετικὰ μὲ τὴν εὐαγγελικὴ περικοπή γιὰ τὴν παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου.