
Ενορία Αγίου Νικολάου
Θυγάτηρ ἐν Κυρίῳ ἀγαπητὴ Ξένη, εὔχομαί σοι πατρικῶς. Χθὲς λειτουργήσας εἰς τὸν ἅγιον Νικόλαον τοῦ Πειραιῶς, ὡμίλησα περὶ ἀρετῆς, λαβὼν τὸ θέμα ἐκ τοῦ Ἀποστόλου, ἐν ᾧ ὁ Παῦλος νουθετῶν τὸν Τιμόθεον γράφει: «Σὺ οὖν, τέκνον μου, ἐνδυναμοὺ ἐν τῇ χάριτι τῇ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ κλπ.» (Β´ Τιμοθ. β´ 1-10) καὶ ἀνέπτυξα μὲν ἐν ὀλίγοις ὅλον τὸ νόημα τοῦ Ἀποστόλου, ἐνδιέτριψα ὅμως, ὁμιλήσας ἐπὶ ἡμίσειαν ὥραν, ἀναπτύσσων τὴν πρότασιν ἢ μᾶλλον εἰπεῖν τὸ θεῖον ἀπόφθεγμα, «ἐὰν δὲ καὶ ἀθλῇ τις οὐ στεφανοῦται, ἐὰν μὴ νομίμως ἀθλήσῃ».
Εφευρετικός εἶναι γιὰ τὸ κακὸ ὁ νοερὸς προστάτης τῆς κακίας· ἱκανὸς ν’ ἀφαιρέσει εὐθὺς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὰ θεμέλια της ἀρετῆς ποὺ ἤδη κατατίθενται στὴν ψυχή, διὰ τῆς ἀνελπιστίας καὶ τῆς ἀπιστίας, ἀλλ’ ἐπίσης ἱκανὸς πάλι νὰ ἐπιτεθεῖ διὰ τῆς ἀδιαφορίας καὶ τῆς ραθυμίας ἐναντίον τῶν τοίχων τῆς οἰκίας τῆς ἀρετῆς, τὴν ὥρα ποὺ ἀνεγείρονται, ἀκόμη δὲ καὶ νὰ κρημνίση διὰ τῆς ὑπερηφανείας καὶ τῆς παραφροσύνης τὸν ὄροφο τῶν ἀγαθῶν ἔργων οἰκοδομημένον ἤδη.
«Θὰ γίνη κάποτε λιμός», εἶπε o προφήτης θρηνώντας τὴν Ἱερουσαλήμ, «ὄχι πείνα ἄρτου καὶ ὕδατος, ἀλλὰ πείνα γιὰ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου». Εἶναι δo ὁ λιμὸς στέρησις καὶ συγχρόνως ὄρεξις τῆς ἀναγκαίας τροφῆς. Ὑπάρχει ὅμως καὶ κάτι χειρότερο καὶ ἀθλιώτερο ἀπὸ αὐτὴν τὴν πείνα· ὅταν δηλαδὴ κάποιος, ἐνῶ στερεῖται τ’ ἀναγκαία γιὰ τὴν σωτηρία, δὲν ἔχει συναίσθησι τῆς συμφορᾶς, ἐπειδὴ δὲν ἔχει ὄρεξι γιὰ τὴ σωτηρία.
Ὁ λόγος αὐτός, ὅπως καὶ ὁ «Κατὰ Εἰδώλων», γράφτηκε περὶ τὰ ἔτη 317-319 μ.Χ. Σ’ αὐτὸν ἐξετάζεται τὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς σαρκώσεως τοῦ ἄσαρκου Λόγου τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Στὸ πρῶτο μέρος τοῦ λόγου ἀναλύεται ὁ διπλὸς σκοπὸς τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου:
Βλέπω ἕνα παράδοξο μυστήριο, δηλαδὴ ἀντὶ γιὰ τὸν ἥλιο βλέπω τὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης μὲ ἀπερίγραπτο τρόπο νὰ ἔχει χωρέσει στὴν Παρθένο. Μὴ ρωτᾶς πῶς ἔγινε αὐτό, «ἀφοῦ ὅπου θέλει ὁ Θεὸς ὑποχωρεῖ ἡ τάξη τῆς φύσης». Γιατί θέλησε ὁ Θεός, μπόρεσε, κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό, μᾶς ἔσωσε. Ὅλα ἂς συντρέχουν. Ὁ Θεὸς πού ὑπάρχει τώρα καὶ πού προϋπῆρχε, σήμερα γίνεται ὅπως δὲν ἦταν.
Ἐπειδὴ ὁ Κύριος ἄλλοτε μὲν λέγει: «Μὴν κατακρίνετε καὶ δὲν θὰ κατακριθεῖτε ἀπὸ τὸ Θεό», ἄλλοτε δὲ προστάζει νὰ κρίνουμε δίκαια «Μὴ κρίνετε κατ’ ὄψιν, ἀλλὰ τὴν δικαίαν κρίσιν κρίνετε» (Ἰω. 7,24), συνάγεται ὅτι δὲν ἀπαγορεύεται ἐξολοκλήρου νὰ κρίνουμε, ἀλλὰ διδασκόμαστε ὅτι ἡ μία κρίση ἀπὸ τὴν ἄλλη εἶναι διαφορετική. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς ἔδειξε καθαρὰ σὲ ποιὲς περιπτώσεις πρέπει νὰ κρίνουμε καὶ σὲ ποιὲς ὄχι.
1. Σὲ ἀναγνώρισα στὴν ἐπιστολή σου, ὅπως ἀναγνωρίζει κανεὶς τὰ παιδιὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς, μὲ τὴν ὁμοιότητα ποὺ ἔχουν τὰ μὲν στοὺς δέ. Διάβασα τὴν ἀποψή σου, πὼς δὲν παίζει κάποιο σπουδαῖο ρόλο τὸ τοπίο (1), ὥστε νὰ προκαλέσει κάποια παρόρμηση τῆς ψυχῆς γιὰ τὴ συμβίωση μ’ ἐμᾶς, πρὶν μάθεις κάτι γιὰ τὸν τρόπο ζωῆς. Δικός σου πράγματι ἦταν αὐτὸς ὁ συλλογισμὸς καὶ τῆς δικῆς σου ψυχῆς, ποὺ ὅλα ἐδῶ κάτω τὰ θαρρεῖ μηδαμινὰ μπροστὰ στὴν ὑποσχεμένη σ’ ἐμᾶς μακαριότητα.
Προσευχὲς πάλι, οἱ ὁποῖες διαδέχονται τὴν ἀνάγνωση, βρίσκουν τὴν ψυχὴ πιὸ νεαρὴ καὶ πιὸ ἀκμαία, ἀφοῦ ἔχει συγκινηθεῖ ἀπὸ τὸν πόθο πρὸς τὸν Θεὸ (ποὺ προκάλεσε ἡ ἀνάγνωση). Καλὴ δὲ προσευχὴ εἶναι ἐκείνη ποὺ προκαλεῖ μέσα στὴν ψυχή, σαφῆ τὴν ἔννοια τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἐνοίκηση τοῦ Θεοῦ, τὸ νὰ ἔχει κανεὶς ἐγκατεστημένο μέσα του τὸ Θεὸ μὲ τὴ μνήμη. Έτσι γινόμαστε ναὸς τοῦ Θεοῦ, ὅταν δὲν διακόπτεται ἡ συνέχεια αὐτῆς τῆς μνήμης ἀπὸ γήινες φροντίδες, ὅταν δὲν ταράσσεται ὁ νοῦς ἀπὸ ἀπροσδόκητα πάθη, ἀλλὰ ἀποφεύγοντάς τα ὅλα ὁ φιλόθεος ἀναχωρεῖ στὸ Θεό, καὶ ἐκδιώκοντας ὅ,τι μᾶς προσκαλεῖ στὴν κακία, ἐνδιατρίβει στὶς ἀσχολίες ποὺ ὁδηγοῦν στὴν ἀρετή.