Επιστολή στον φίλο Γρηγόριο

 

1. Σὲ ἀναγνώρισα στὴν ἐπιστολή σου, ὅπως ἀναγνωρίζει κανεὶς τὰ παιδιὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς, μὲ τὴν ὁμοιότητα ποὺ ἔχουν τὰ μὲν στοὺς δέ. Διάβασα τὴν ἀποψή σου, πὼς δὲν παίζει κάποιο σπουδαῖο ρόλο τὸ τοπίο (1), ὥστε νὰ προκαλέσει κάποια παρόρμηση τῆς ψυχῆς γιὰ τὴ συμβίωση μ’ ἐμᾶς, πρὶν μάθεις κάτι γιὰ τὸν τρόπο ζωῆς. Δικός σου πράγματι ἦταν αὐτὸς ὁ συλλογισμὸς καὶ τῆς δικῆς σου ψυχῆς, ποὺ ὅλα ἐδῶ κάτω τὰ θαρρεῖ μηδαμινὰ μπροστὰ στὴν ὑποσχεμένη σ’ ἐμᾶς μακαριότητα.

Ὅσο γιὰ μένα, ὅ,τι κάνω ὁ ἴδιος ἐδῶ πέρα νύχτα καὶ μέρα, ντρέπομαι νὰ τὸ γράψω. Παράτησα λοιπὸν τὴν παραμονή μου στὴν πόλη σὰν πηγὴ ἀφορμῶν γιὰ μύρια δεινὰ κι ἔτσι μπόρεσα ν’ ἀφήσω κατὰ μέρος καὶ τὸν ἑαυτό μου. Ἀλλὰ μοιάζω μ’ αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται στὸ πέλαγος καὶ χωρὶς πείρα ὄντας ἀπὸ ταξίδια, λιποψυχοῦν κι ὑποφέρουν ἀπὸ ναυτία.

Τοὺς στενοχωρεῖ τὸ μεγάλο σκάφος, γιατί κουνιέται πολύ. Μπαίνουν λοιπὸν στὴ φελούκα ἤ στὸ βαρκάκι. Ἀλλὰ πάλι τοὺς πιάνει ἡ θάλασσα καὶ δὲν ξέρουν πιὰ τί νὰ κάνουν, γιατί τοὺς ἔρχεται κι ἐδῶ ἡ ἀναγούλα κι ἡ πίκρα στὸ στόμα. Τὸ ἴδιο καὶ μ’ ἐμᾶς συμβαίνει. Φέρνοντας μαζί μας παντοῦ τὰ πάθη ποὺ φωλιάζουν μέσα μας, στὶς ἴδιες ταραχὲς βρισκόμαστε. Κι ἡ κατάληξη εἶναι ὅτι τίποτα τὸ σπουδαῖο δὲν κερδίσαμε ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἐρημία. Τί ἔπρεπε νὰ κάνουμε; Νὰ βαδίσουμε στὰ ἴχνη ἐκείνου ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία λέγοντας: «Ὅποιος θέλει πίσω μου νὰ ἔλθει, ἂς ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του κι ἂς σηκώσει τὸ σταυρό του κι ἂς μὲ ἀκολουθήσει».

2. Χρέος μας εἶναι, νὰ φυλᾶμε τὸ νοῦ μέσα σὲ ἡσυχία. Τὸ μάτι, ὅταν γυροφέρνει διαρκῶς καὶ τώρα στὰ πλάγια πάει κι ἔρχεται κι ὕστερα πρὸς τὰ ψηλὰ ἤ τὰ χαμηλὰ ὁλοένα ἀλλάζει κατεύθυνση, δὲν μπορεῖ νὰ κοιτάξει καθαρὰ ὅ,τι βρίσκεται ἀπέναντί του. Πρέπει τὸ βλέμμα νὰ στερεωθεῖ πάνω στὸ ὁρατό, ἂν εἶναι νὰ ἰδεῖς καθαρά. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὸ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν μύριες κοσμικὲς ἔγνιες τὸν τραβοῦν ἀπὸ παντοῦ, δὲν κατορθώνει ν’ ἀτενίσει ξάστερα τὴν ἀλήθεια.

Ἀλλ’ αὐτὸν ποὺ δὲν ζεύθηκε ἀκόμα στὸ ζυγὸ τοῦ γάμου, τὸν ἀναστατώνουν μανιασμένες ἐπιθυμίες καὶ ὁρμὲς ἀβάσταχτες καὶ κάποιες ἐρωτικὲς ἕλξεις ποὺ εἶναι ὅλο ἀγκάθια. Ἐνῶ ὅποιον ἤδη εἶναι στὰ κάτεργα μαζὶ μὲ τὴ γυναίκα ποὺ στεφανώθηκε, ἄλλος συρφετὸς Ἀπὸ ἔγνιες τὸν περιμένει. Ἂν εἶναι ἄτεκνος, ἡ λαχτάρα νὰ κάνει παιδιά. Ἂν ἀπόχτησε παιδιά, ἡ μέριμνα τῆς ἀνατροφῆς τους. Ἡ ἄγρυπνη παρακολούθηση τῆς γυναίκας του. Τὸ νοικοκυριό. Τῶν ὑπηρετῶν ἡ ἐπιτήρηση. Οἱ ζημιὲς ἀπὸ ὁμόλογα. Οἱ διαπληκτισμοὶ μὲ τοὺς γείτονες. Τὰ μπλεξίματα στὰ δικαστήρια. Οἱ κίνδυνοι στὸ ἐμπόριο. Τῆς γεωργίας ἡ πολλαπλὴ κούραση. Κάθε μέρα ἀνατέλλει φέρνοντας δική της σκοτούρα στὴν ψυχή. Κι οἱ νύχτες, ὅσες φροντίδες ἀφήνει ἡ μέρα, μέσα στὶς ἴδιες φαντασιοπληξίες ξεπλανεύουν τὸ νοῦ.Ἀπ’ ὅλα αὐτά, μιὰ εἶναι ἡ φυγή: Νὰ χωρισθεῖς ἀπ’ ὅλο τὸν κόσμο. Κι ἀναχώρηση ἀπὸ τὸν κόσμο δὲν εἶναι τὸ νὰ βρεθεῖς σωματικὰ ἔξω ἀπ’ αὐτόν, ἀλλὰ ν’ ἀποσπάσεις τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὴ συμπάθεια πρὸς τὸ σῶμα καὶ νὰ μείνεις χωρὶς πόλη, σπίτι, βίος, συντρόφους, χτήματα, μέσα γιὰ νὰ ζεῖς, κοσμικὰ ἐνδιαφέροντα, συναλλαγές, γνώση τῶν ἀνθρωπίνων διδαγμάτων, ἕτοιμος νὰ ἐγκολπωθεῖς τὰ ὅσα τυπώνει στὴν καρδιὰ ἡ θεία διδασκαλία.

Ἑτοιμασία δὲ τῆς καρδιᾶς εἶναι τὸ νὰ ξεμάθει ὅσα ἡ ἁμαρτωλὴ συνήθεια τῆς εἶχε ἐπιβάλει πρὶν διδάγματα. Δὲν εἶναι μπορετό, βλέπεις, νὰ γράψεις στὸ κερὶ πρὶν σβήσεις ὅσα ἦταν ἤδη χαραγμένα πάνω του. Ἔτσι, οὔτε στὴν ψυχὴ νὰ βάλεις θεῖες ἀλήθειες, πρὶν ἐξώσεις ἀπ’ αὐτὴ τὶς προκαταλήψεις, ὅπου τὸ ἔθος τὴν εἶχε αἰχμαλωτίσει.Λοιπόν, γι’ αὐτὸ τὸ σκοπό, πολύ μᾶς ὠφελεῖ ἡ ἐρημία, κατευνάζοντας τὰ πάθη μας κι ἐπιτρέποντας στὸ λογικὸ νὰ τὰ ξερριζώσει ὁλότελα ἀπὸ τὴν ψυχή. Πότε εἶναι εὔκολο νὰ τιθασευθοῦν τὰ θηρία; Ὅταν προηγηθεῖ τὸ χάδι. Ἔτσι κι οἱ ἐπιθυμίες κι οἱ ὀργὲς κι οἱ φόβοι κι οἱ λύπες, αὐτὰ τὰ φαρμάκια τῆς ψυχῆς, ἀφοῦ κατευνασθοῦν μέσα στὸν ἡσύχιο βίο καὶ πάψουν νὰ ἐξαγριώνονται μὲ τὸν ἀδιάκοπο ἐρεθισμό, καταβάλλονται πιὸ εὔκολα ἀπὸ τὴ δύναμη τοῦ λογικοῦ.

Ἂς εἶναι λοιπὸν ὁ τόπος ὅμοιος μὲ τὸ δικό μας τόπο, ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὸ συγχρωτισμὸ μὲ ἀνθρώπους, ἔτσι ποὺ τίποτα τὸ ἀπ’ ἔξω νὰ μὴ διακόπτει στὴ συνέχειά της τὴν ἄσκηση. Ἡ δὲ ἄσκηση τῆς εὐσέβειας τρέφει τὴν ψυχὴ μὲ τὰ θεία διανοήματα- Τί λοιπὸν εἶναι πιὸ μακάριο ἀπὸ τὸ νὰ μιμεῖται κανεὶς στὴ γῆ τὸν ἀγγελικὸ κόσμο; Πῶς; Μόλις ἀρχίζει ἡ μέρα, νὰ ὁρμᾶ στὴν προσευχὴ καὶ νὰ γεραίρει μὲ ὕμνους κι ὠδὲς τὸ Δημιουργό. Κι ὕστερα, ἀφοῦ ξεμυτίσει ὁ ἥλιος, νὰ πηγαίνει νὰ ἐργασθεῖ, ἔχοντας συνοδὸ του παντοῦ τὴν προσευχὴ καὶ τοὺς ὕμνους, σὰν ἁλάτι νὰ τοῦ νοστιμίζουν τὴν ἐργασία. Γιατί τὴν ἱλαρὴ κι ἄλυπη κατάσταση τῆς ψυχῆς τὴ χαρίζουν οἱ παρηγοριὲς τῶν ὕμνων.

Ἡ ἡσυχία λοιπὸν εἶναι ἡ βάση γιὰ τὴν κάθαρση τῆς ψυχῆς. Τότε, οὔτε ἡ γλώσσα μιλᾶ γιὰ κοσμικὰ πράγματα, οὔτε τὰ μάτια περιδιαβάζουν πάνω σὲ προφαντὰ καὶ καλοκαμωμένα σώματα, οὔτε ἡ ἀκοὴ λιγώνει τὴν ψυχὴ μὲ μουσικὰ ἀκροάματα συνθεμένα γιὰ νὰ προκαλοῦν ἡδονή, οὔτε λόγια εὐτράπελα καὶ γελωτοποιὰ γρικᾶμε, ποὺ καθὼς ἡ πείρα μαρτυρεῖ, ἀποδυναμώνουν στὸ ἔπακρο τὴν ψυχή.

Ὁ νοῦς ποὺ δὲν σκορπίζεται πρὸς τὰ ἔξω κι οὔτε ξεχύνεται στὸν κόσμο μὲς ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις, γυρνᾶ στὸν ἑαυτό του. Καὶ μὲς ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ὑψώνεται στὴ θεογνωσία. Τότε, τριγυρισμένος καὶ ποτισμένος ἀπὸ τὴ λάμψη ἐκείνης τῆς ὀμορφιᾶς, ξεχνᾶ καὶ τὸ ἴδιο τὸ σῶμα του. Δὲν τὸν τραβοῦν πιὰ ἡ φροντίδα τῆς τροφῆς, οὔτε ἡ μέριμνα τῆς ἐνδυμασίας.

Ἔχοντας ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὶς γήινες ἔγνιες, ὅλη του τὴ λαχτάρα τὴ στρέφει τώρα στὸ νά κερδίσει τὰ αἰώνια ἀγαθά. Δὲν τὸν μέλει ἄλλο, παρὰ πῶς νὰ πετύχει τὴ σωφροσύνη καὶ τὴν ἀνδρεία, τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴ φρόνηση (2) καὶ τὶς ὑπόλοιπες ἀρετές, ὅσες ὑπάγονται στὶς γενικὲς αὐτὲς ἀρετὲς κι ὑπαγορεύουν στὸ ζηλωτὴ σωστὰ νὰ ζεῖ σὲ κάθε λεπτομέρεια.

 

Πηγή

Στηριξτε την ενορια μας  και το κοινωνικο μας εργο .

 

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τον ιστότοπο μας. Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, δίνετε τη συγκατάθεσή σας για τη χρήση cookies. More details…