
Ενορία Αγίου Νικολάου
Εὐαγγέλιο Κυριακής: Λουκ. ι’ 25-37
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, νομικός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;
(Κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, κεφ. ιη΄, χωρία 18 ἕως 27)
Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν ὁμιλία ΞΓ΄
«Καὶ ἰδοὺ εἷς προσελθὼν εἶπεν αὐτῷ· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον;»
Ἡ κενοδοξία λέει ὁ Μέγας Βασίλειος εἶναι ὁ γλυκὸς κλέφτης τοῦ πνευματικοῦ πλούτου. Αὐτὸς ποὺ πολεμάει μὲ γλυκὸ τρόπο τὶς ψυχές μας. Ὁ σκόρος τῶν ἀρετῶν, ποὺ μὲ ἡδονὴ λεηλατεῖ καθετὶ δικό μας, ποὺ περιβάλλει μὲ μέλι τὸ δηλητήριο τῆς οἰκείας ἀπάτης, ποτίζοντας μ’αὐτὸ τὸ ὀλέθριο ποτήρι τὶς διάνοιες τῶν ἀνθρώπων.
Βλέπω παράξενο καὶ παράδοξο μυστήριο, ποιμένες, ἀντὶ νὰ παίζουν μὲ τὶς φλογέρες τους κάποιο μελωδικὸ σκοπό, ψάλλουν οὐράνιο ὕμνο καὶ γεμίζουν μὲ τοὺς ἤχους τους τὰ αὐτιά μου. Ψάλλουν ἄγγελοι καὶ ἀνυμνοῦν ἀρχάγγελοι, ὑμνοῦν τὰ Χερουβὶμ καὶ δοξολογοῦν τὰ Σεραφίμ. Ὅλοι πανηγυρίζουν γιατί βλέπουν τὸ Θεὸ στὴ γῆ καὶ τὸν ἄνθρωπο στοὺς οὐρανούς.
Ἔρχεται ἡ ἑορτή, ἡ πιό σεβάσμια καί ἡ πιό φρικτή ἀπό ὅλες τίς ἑορτές, πού δέ θά κάνει κανείς λάθος ἄν τήν ὀνομάσει μητρόπολη ὅλων τῶν ἑορτῶν.
Τὸ ὅτι δηλαδὴ ἡ σημερινὴ ἑορτὴ ὀνομάζεται Ἐπιφάνεια, εἶναι γνωστὸ σ’ ὅλους. Ποιὰ ὅμως παρουσία εἶναι αὐτὴ καὶ ποιὰ ἀπὸ τὰ δύο συμβαίνει, εἶναι μία αὐτὴ ἢ δύο; Αὐτὸ δὲν τὸ γνωρίζουν, πράγμα ποὺ ἀποτελεῖ τὴν πιὸ χειρότερη ντροπὴ καὶ εἶναι ἄξιο γιὰ πολλὰ γέλια, διότι, ἐνῶ κάθε χρόνο ἑορτάζουν τὴν ἑορτὴ αὐτή, ὅμως ἀγνοοῦν τὴν ὑπόθεσή της.
Ὅσοι ἐπιθυμοῦν τὰ καλά, δὲ διαφέρουν ἀπὸ τοὺς διψασμένους, ἀγαπητοί. Ὅσο δε βρίσκουν αὐτὸ ποὺ ζητοῦνε, τόσο ἀνάβει ἡ δίψα τους γιὰ ὅ,τι ποθοῦν. Καὶ τὴ νύχτα ὀνειρεύονται σὰ διψασμένοι τὶς πηγὲς τῶν πόθων τους. Κι ὅταν ξημερώση πηγαίνοντας ἀπὸ τόπο σὲ τόπο, μὲ ἀεικίνητα μάτια βλέποντας γύρω, ἀναζητοῦν αὐτὰ ποὺ ποθεῖ ἡ καρδιά τους.
Εἶναι καλό νά ζητᾶς καί νά ἔχεις τήν προσευχή τῶν ἁγίων, ἀλλά ὅταν κι ἐσύ κάνεις κάτι γιά τήν κατάσταση πού βρίσκεσαι. Βέβαια θά πεῖς, τότε τί μοῦ χρειάζεται ἡ προσευχή τῶν ἄλλων;