Μετὰ τὴν προδοσία καὶ τὸν ἀπαγχονισμὸ τοῦ Ἰούδα καὶ μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, οἱ ἕντεκα μαθητὲς μὲ τὴν Παναγία βρίσκονταν στὸ ὑπερῷον. Τότε ὁ Πέτρος πρότεινε νὰ ἐκλεγεῖ ἄλλος ἀντὶ τοῦ Ἰούδα, ἀπὸ τοὺς ἄνδρες ποὺ ἀκολουθοῦσαν ὑπηρετῶντας τὸν Χριστό. Ἡ πρόταση ἔγινε δεκτὴ καὶ τέθηκαν δύο ὑποψήφιοι: ὁ Ἰωσὴφ ὁ καλούμενος Βαρσαββᾶς καὶ ὁ Ματθίας. Τότε ἔβαλαν κλῆρο, καὶ δίνοντας σὲ ὅλους ἐμᾶς παράδειγμα ἐναπόθεσης κάθε ἐκλογῆς μας στὸ Θεό, προσευχήθηκαν ὅλοι μαζὶ ὡς ἑξῆς: «Σὺ Κύριε, καρδιογνῶστα πάντων, ἀνάδειξαν ὂν ἐξελέξω ἐκ τούτων τῶν δύο ἕναν, λαβεῖν τὸν κλῆρον τῆς διακονίας ταύτης καὶ ἀποστολῆς». Δηλαδή: «Σὺ Κύριε, ποὺ γνωρίζεις τὶς καρδιὲς ὅλων, φανέρωσε καθαρὰ ἐκεῖνον ποὺ ἐξέλεξες, ἕναν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς δύο, γιὰ νὰ ἐπωμισθεῖ τὸ ἀξίωμα τῆς ἀποστολικῆς διακονίας». Στὴν συνέχεια ὁ κλῆρος ἔπεσε στὸ Ματθία. Καὶ ἔτσι προστέθηκε στοὺς ἕντεκα Ἀποστόλους. Ἀπὸ τὴ μετέπειτα ζωὴ τοῦ Ματθία, γνωρίζουμε ὅτι κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν Αἰθιοπία, ὅπου καὶ τελείωσε τὴ ζωή του μαρτυρικά.