ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ Η ΓΟΝΥΚΛΙΣΙΑ-ΓΟΝΑΤΙΣΜΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ;
Πότε κάνουμε το σταυρό μας:
Η Μικρή και Μεγάλη Είσοδος
Σύμφωνα με το Τυπικό και τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας απαγορεύεται η τέλεση Μνημοσύνου ή και απλού Τρισάγιου με κόλλυβο
από το Σάββατο του Λαζάρου μέχρι και την Κυριακή του Θωμά.
Ακόμα αποφεύγεται να τελείται Μνημόσυνο σε όλη τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου, δηλαδή από την εορτή των Χριστουγέννων μέχρι και των Θεοφανείων.
Επίσης είναι ορθό να μην τελούνται Μνημόσυνα με κόλλυβο κατά τις μεγάλες Δεσποτικές εορτές.
Αναλυτικότερα:
Την εορτή της Περιτομής του Κυρίου (1 Ιανουαρίου).
Την εορτή των Θεοφανειων (6 Ιανουαρίου).
Την εορτή της Υπαπαντής (2 Φεβρουαρίου).
Την εορτή του Ευαγγελισμού (25 Μαρτίου).
Την εορτή της Πεντηκοστής.
Την εορτή της Μεταμορφωσεως (6 Αυγούστου).
Την εορτή της Υψώσεως Του Τιμίου Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου).
Την εορτή των Χριστουγέννων (25 Δεκεμβρίου).
Την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως.
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις επιτρέπεται να τελεστεί Τρισάγιο στον Ιερό Ναό ή στον τάφο του κεκοιμημένου, χωρίς κόλλυβο.
Κατά την Κυριακή της Ορθοδοξίας γίνεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο το Μνημόσυνο «Πάντων των ἀπ’ αἰῶνος κεκοιμένων εὐσεβῶς Βασιλέων, Πατριαρχῶν, Ἀρχιερέων και Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν».
Σε πολλές Ενορίες επικράτησε κατά την ημέρα αυτή να τελείται το Μνημόσυνο «ὑπέρ τῶν μακαρίων κτιτόρων καί δωρητῶν τοῦ Ἐνοριακοῦ Ναοῦ».
Βιογραφία
Ο Άγιος Νεκτάριος, κατά κόσμον Αναστάσιος, γεννήθηκε στις 1 Οκτωβρίου 1846 μ.Χ., στην Συληβρία της Ανατολικής Θράκης. Γεννήθηκε σε χώματα ελληνικά από ευσεβείς γονείς, τον Δημοσθένη και την Μαρία Κεφαλά, το 5ο από τα 6 παιδιά φτωχής οικογένειας.
Από μικρό παιδί η ευσεβής γιαγιά του, του έμαθε τον 50ο Ψαλμό, το «ελέησόν με ο Θεός»· και όπως λέει χαρακτηριστικά ο Συναξαριστής του βίου του, όταν έφθανε στο σημείο του Ψαλμού «διδάξω ανόμους τας οδούς Σου» το επαναλάμβανε μόνος του πολλὲς φορές. Από μικρός έφτιαχνε τεχνητούς άμβωνες και μιλούσε για το Χριστό στα παιδιά της ηλικίας του.
Αφού τελείωσε το δημοτικό και το σχολαρχείο στην πατρίδα του, με την ευχή των γονέων του, παίρνει την απόφαση να ξενιτευθεί στην Κωνσταντινούπολη, καθώς η οικογένειά του αδυνατούσε να συντηρήσει όλα τα μέλη της, και η γενέτειρά του δεν είχε σχολείο μέσης εκπαίδευσης. Ηταν μόλις 14 ετών.
Τα πρώτα χρόνια της παραμονής του στη Κωνσταντινούπολη η ζωή για το μικρό Αναστάσιο ήταν σκληρή και δύσκολη. O Αναστάσιος βρήκε εργασία σε έναν έμπορο καπνών που δεν τον πλήρωνε όπως έπρεπε, έτσι είχε μείνει με τρύπια παπούτσια και άθλια ενδύματα. Αλλά είχε πολλή πίστη στο Θεό και η προσευχή του ήταν η μόνη παρηγοριά. Όταν παρατήρησε ότι ο εργοδότης του έγραφε επιστολές και έπαιρνε απαντήσεις, ο Αναστάσιος με το παιδιάστικο μυαλό και την άδολη καρδιά του, θέλησε να γράψει και αυτός μια επιστολή, γιατί είχε πολλά να πει. Αλλά σε ποιον θα την έγραφε; Δεν γνώριζε κανένα και δεν θα μπορούσε να γράψει στη μητέρα του γιατί δεν ήθελε να την στενοχωρήσει. Και όμως αισθανόταν μεγάλη την ανάγκη να γράψει, ήθελε να γράψει για τις συνθήκες της εργασίας του και ότι χρειαζόταν χρήματα για να αγοράσει παπούτσια και ενδύματα. Η ελπίδα που είχε στο Θεό δεν τον εγκατέλειπε ποτέ και έτσι σκέφτηκε να γράψει μια επιστολή με παραλήπτη το Χριστό, να του αφηγηθεί τα προβληματά του. Πήρε το μολύβι του και έγραψε:
«Χριστούλη μου, δεν έχω παπούτσια και ρούχα. Στείλε μου τα Σε παρακαλώ. Ξέρεις πόσο Σε αγαπώ. Αναστάσιος».
Η Λειτουργία στην Αγια-Σοφιά το Γενάρη του 1919